κρατημός

κρατημός
ο
κράτημα, πιάσιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρατημός — ο (Μ κρατημός) συγκράτηση, συγκρατημός, κράτημα μσν. παράλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατη (πρβλ. ἐ κράτησα, αόρ. τού κρατῶ) + μός (πρβλ. κουβαλ ημός, στερ ημός] …   Dictionary of Greek

  • κρατημάρα — η (Μ κρατημάρα) [κρατημός] παράλυση νεοελλ. παροιμ. «με το στόμα μπάρδα μπάρδα, με τα χέρια κρατημάρα» μίλα όσο θέλεις, αλλά μη χειρονομείς …   Dictionary of Greek

  • κρατημοσύνη — κρατημοσύνη, ἡ (Μ) [κρατημός] εγκράτεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”